ραντιέρης

ραντιέρης
και ρεντιέρης, ο, Ν
εισοδηματίας, αυτός που το εισόδημά του προέρχεται από έγγεια πρόσοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rentier «εισοδηματίας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ραντιέρικος — η, ο, Ν [ραντιέρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραντιέρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”